Με τον όρο κάταγμα, εννοούμε τη λύση της συνέχειας (δηλαδή
το σπάσιμο) ενός οστού. Κάταγμα και σπάσιμο δηλαδή είναι το ίδιο ακριβώς
πράγμα, για να προλάβω μια πολύ συνηθισμένη ερώτηση!!
Για να συμβεί ένα κάταγμα θα πρέπει πάνω στο οστό να
ενεργήσει μια εξωτερική δύναμη, η οποία να ξεπερνά το όριο θραύσης του. Αυτό
μπορεί να συμβεί, όταν:
2.
Όταν μια μικρή ή ασήμαντη δύναμη ενεργήσει σε
ένα «αδυνατισμένο» οστό, λόγω βαριάς οστεοπόρωσης, όγκων των οστών ή άλλων
παθήσεων που εξασθενούν τα οστά.
Όταν ένα οστό σπάει, το πρώτο που αισθανόμαστε είναι έντονος
πόνος. Συχνά είναι εμφανής η παραμόρφωση του άκρου που έσπασε. Καθώς από το
σημείο του οστού που έσπασε βγαίνει αίμα, δημιουργείται πάντα ένα αιμάτωμα, το
οποίο γίνεται εμφανές αμέσως ή στις επόμενες ώρες. Η περιοχή πρήζεται και είναι
ζεστή.
Από τη στιγμή που δημιουργείται ένα κάταγμα, ο οργανισμός
αρχίζει τη διαδικασία επούλωσής του, που ονομάζεται πώρωση του κατάγματος. Προϋποθέσεις
για να γίνει αυτό είναι η ακινητοποίηση
των κομματιών που έχουν σπάσει και η καλή αιμάτωση της περιοχής.

Οι κυριότερες χειρουργικές τεχνικές αντιμετώπισης των
καταγμάτων είναι η εσωτερική οστεοσύνθεση με πλάκα και βίδες,
η ενδομυελική ήλωση, η εισαγωγή δηλαδή μιας μεταλλικής ράβδου στο εσωτερικό του οστού και η εξωτερική οστεοσύνθεση, η εφαρμογή δηλαδή μιας εξωτερικής συσκευής που συνδέεται με το οστό με ειδικές βελόνες.Η επιλογή της κατάλληλης μεθόδου εξαρτάται από τον τύπο του κατάγματος, τα χαρακτηριστικά του ασθενούς και την εμπειρία του γιατρού.
η ενδομυελική ήλωση, η εισαγωγή δηλαδή μιας μεταλλικής ράβδου στο εσωτερικό του οστού και η εξωτερική οστεοσύνθεση, η εφαρμογή δηλαδή μιας εξωτερικής συσκευής που συνδέεται με το οστό με ειδικές βελόνες.Η επιλογή της κατάλληλης μεθόδου εξαρτάται από τον τύπο του κατάγματος, τα χαρακτηριστικά του ασθενούς και την εμπειρία του γιατρού.
Η διαδικασία της επούλωσης ενός κατάγματος μπορεί να
αποτύχει, είτε γιατί η θεραπεία που επιλέχθηκε δεν ήταν η σωστή, είτε γιατί η
κατάσταση των ιστών στην περιοχή του κατάγματος είναι κακή. Το τελευταίο μπορεί
να οφείλεται σε καταστροφή των ιστών τη στιγμή του τραυματισμού, σε κακά σχεδιασμένη
χειρουργική επέμβαση ή σε προϋπάρχουσα νόσο, όπως αγγειοπάθεια ή σακχαρώδη
διαβήτη.
