Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

ΟρθοπΑΙδική ή ορθοπΕδική;


ΟρθοπΑΙδική ή ορθοπΕδική;

Κατ’ αρχήν θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι πρόκειται για ένα θέμα καθαρά ιστορικό και όχι ετυμολογικό, καθώς και οι δύο λέξεις έχουν ορθή ετυμολογική βάση, ενώ καμιά από τις δύο δεν περιγράφει επακριβώς και με πληρότητα το αντικείμενο της συγκεκριμένης ιατρικής ειδικότητας.

Η λέξη ορθοπαιδική προέρχεται από τις λέξεις ορθός και παις δηλαδή παιδί και αφορά τη διόρθωση των συγγενών και μη παραμορφώσεων που εμφανίζονται στα παιδιά. Αντίθετα η λέξη ορθοπεδική, προέρχεται από τα συνθετικά ορθός και  πεδάω (δηλαδή περιβάλλω δια πεδών, μηχανημάτων ευθύνσεως). Ποια είναι λοιπόν η σωστή;

Ιστορικά η λέξη πρωτοχρησιμοποιήθηκε ή πιο σωστά επινοήθηκε από το γάλλο γιατρό Nicolas Andry, στο βιβλίο του :L'orthopedie, ou l'art de prevenir et de corriger dans les enfants, les difformites du corp(ορθοπαιδική, η τέχνη της πρόληψης και διόρθωσης των ανωμαλιών του σώματος των παιδιών), που κυκλοφόρησε το 1741. Προφανώς ο όρος στο βιβλίο περιγραφόταν ως προερχόμενος από τις ελληνικές λέξεις ορθός και παις, δηλαδή ορθοπαιδική. Η λέξη υιοθετήθηκε και χρησιμοποιείται σήμερα παγκοσμίως βασιζόμενη στα συγκεκριμένα συνθετικά.

Στην Ελλάδα, αντίθετα, η λέξη μεταφέρθηκε και χρησιμοποιήθηκε ως ορθοπεδική, άγνωστο γιατί ή από ποιόν, με αποτέλεσμα μόνοι οι έλληνες να μην αποδέχονται μια ελληνική λέξη που τιμητικά για τη χώρα μας χρησιμοποιείται από ολόκληρη την παγκόσμια ιατρική κοινότητα. Το «λάθος» επισημάνθηκε από τον καθηγητή και ακαδημαϊκό Π. Συμεωνίδη, έγινε αφορμή για πολλές συζητήσεις και τελικά αποκαταστάθηκε το 1997 με απόφαση της γενικής συνέλευσης της Ελληνικής Εταιρείας Χειρουργικής Ορθοπαιδικής και Τραυματολογίας (Ε.Ε.Χ.Ο.Τ.), οπότε και αποφασίστηκε η ορθογραφία του όρου ως ορθοπΑΙδική.

Το θέμα νομίζω ότι θεωρείται λήξαν από την ελληνική ορθοπαιδική κοινότητα, παρόλο που κάθε τόσο επίδοξοι γλωσσολόγοι και «φανατικοί» έλληνες το επαναφέρουν, διαρρηγνύοντας τα ιμάτιά τους για το αντίθετο.

Σάββατο 7 Μαΐου 2011

Κατάγματα. Γενικές γνώσεις


Με τον όρο κάταγμα, εννοούμε τη λύση της συνέχειας (δηλαδή το σπάσιμο) ενός οστού. Κάταγμα και σπάσιμο δηλαδή είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα, για να προλάβω μια πολύ συνηθισμένη ερώτηση!!

Για να συμβεί ένα κάταγμα θα πρέπει πάνω στο οστό να ενεργήσει μια εξωτερική δύναμη, η οποία να ξεπερνά το όριο θραύσης του. Αυτό μπορεί να συμβεί, όταν:

1.       Η  δύναμη αυτή είναι πολύ ισχυρή, όπως σε ένα τροχαίο ή μια πτώση από ύψος

2.       Όταν μια μικρή ή ασήμαντη δύναμη ενεργήσει σε ένα «αδυνατισμένο» οστό, λόγω βαριάς οστεοπόρωσης, όγκων των οστών ή άλλων παθήσεων που εξασθενούν τα οστά.

Όταν ένα οστό σπάει, το πρώτο που αισθανόμαστε είναι έντονος πόνος. Συχνά είναι εμφανής η παραμόρφωση του άκρου που έσπασε. Καθώς από το σημείο του οστού που έσπασε βγαίνει αίμα, δημιουργείται πάντα ένα αιμάτωμα, το οποίο γίνεται εμφανές αμέσως ή στις επόμενες ώρες. Η περιοχή πρήζεται και είναι ζεστή.

Από τη στιγμή που δημιουργείται ένα κάταγμα, ο οργανισμός αρχίζει τη διαδικασία επούλωσής του, που ονομάζεται πώρωση του κατάγματος. Προϋποθέσεις  για να γίνει αυτό είναι η ακινητοποίηση των κομματιών που έχουν σπάσει και η καλή αιμάτωση της περιοχής.

Στόχος λοιπόν της θεραπείας ενός κατάγματος πρέπει να είναι η ακινητοποίηση των κομματιών που έχουν σπάσει σε θέση τέτοια που να μην επηρεάζουν τη σωστή λειτουργία των γειτονικών αρθρώσεων με τη χρήση γύψου ή αν αυτό δεν είναι εφικτό, με τη χρήση κάποιου είδους εσωτερικής ή εξωτερικής συσκευής οστεοσύνθεσης. Η μέθοδος θα πρέπει να επιτρέπει κατά το δυνατόν την κίνηση του άκρου για την αποφυγή δυσκαμψίας.

Οι κυριότερες χειρουργικές τεχνικές αντιμετώπισης των καταγμάτων είναι η εσωτερική οστεοσύνθεση με πλάκα και βίδες,
 η ενδομυελική ήλωση, η εισαγωγή δηλαδή μιας μεταλλικής ράβδου στο εσωτερικό του οστού και η εξωτερική οστεοσύνθεση, η εφαρμογή δηλαδή μιας εξωτερικής συσκευής που συνδέεται με το οστό με ειδικές βελόνες.Η επιλογή της κατάλληλης μεθόδου εξαρτάται από τον τύπο του κατάγματος, τα χαρακτηριστικά του ασθενούς και την εμπειρία του γιατρού.

Η διαδικασία της επούλωσης ενός κατάγματος μπορεί να αποτύχει, είτε γιατί η θεραπεία που επιλέχθηκε δεν ήταν η σωστή, είτε γιατί η κατάσταση των ιστών στην περιοχή του κατάγματος είναι κακή. Το τελευταίο μπορεί να οφείλεται σε καταστροφή των ιστών τη στιγμή του τραυματισμού, σε κακά σχεδιασμένη χειρουργική επέμβαση ή σε προϋπάρχουσα νόσο, όπως αγγειοπάθεια ή σακχαρώδη διαβήτη.

Η κατάσταση που δημιουργείται όταν ένα οστό «αρνείται» να κολλήσει, ονομάζεται ψευδάρθρωση και απαιτεί συχνά αντιμετώπιση από χειρουργό με εξειδικευμένες γνώσεις και εμπειρία. Μεγάλη βοήθεια στον τομέα αυτό προσφέρει η χρήση της μεταμόσχευσης οστού, καθώς και εξειδικευμένων συσκευών, όπως η συσκευή Ilizarov.(βλέπε σχετικό κεφάλαιο)