Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

Ρήξη Αχιλλείου τένοντος. Αντιμετώπιση με διαδερμική συρραφη.

Ο Αχίλλειος τένοντας είναι ένας τένοντας  που βρίσκεται στην οπίσθια επιφάνεια της κνήμης, είναι ο κοινός τένοντας του γαστροκνημίου και υποκνημιδίου μυός και καταφύεται στην οπίσθια επιφάνεια της πτέρνης,  συνδέει δηλαδή τους μύες της γάμπας με την πτέρνα.

Είναι ο ισχυρότερος τένοντας του ανθρωπίνου σώματος έχει μήκος περίπου 15cm και μπορεί να δεχθεί φορτία τέσσερις φορές το βάρος του σώματος κατά τη βάδιση και 7,7 φορές το βάρος του σώματος κατά τη διάρκεια τρεξίματος. Ενεργοποιείται κατά την βάδιση, το τρέξιμο και τα άλματα.


Οι ρήξεις του Αχιλλείου τένοντα συμβαίνουν κυρίως κατά τη διάρκεια αθλητικής δραστηριότητας, όταν κυρίως ο τένοντας υφίσταται απότομη έκκεντρη διάταση ή σύσπαση. Οι αυτόματες ρήξεις του Αχιλλείου συμβαίνουν, κυρίως, στημέση ηλικία (35-45) κατά τη διάρκεια αθλητικής δραστηριότητας. Πολύ συχνά, οι ασθενείς με ρήξη Αχιλλείου αναφέρουν παλαιά επεισόδια τενοντίτιδος και φλεγμονή του τένοντα ή πάσχουν από συστηματική νόσο, όπως κολλαγόνωση, ρευματοπάθεια, υπερχοληστεριναιμία, κ.λπ.
 Η ρήξη γίνεται συνήθως 2-3 cm  πάνω από το σημείο κατάφυσης του τένοντα και αυτό συμβαίνει διότι στην περιοχή αυτή υπάρχει μειωμένη αιμάτωση. 

Η ρήξη του Αχιλλείου τένοντα συμβαίνει στην πλειονότητα των περιπτώσεων (80%) σε ερασιτέχνες αθλητές (αθλητές του Σαββατοκύριακου) ηλικίας μεγαλύτερης των 35 ετών, πραγματοποιείται με την ενεργοποίηση (σύσπαση) του γαστροκνημίου και εμφανίζεται με ξαφνικό πόνο. Ο ασθενής αισθάνεται σαν κάτι να τον χτύπησε από πίσω και συνήθως παρουσιάζει αδυναμία στήριξης στο πάσχον σκέλος και αδυναμία πελματιαίας κάμψης της ποδοκνημικής. 

Η διάγνωση τίθεται με την κλινική εξέταση. Το υπερηχογράφημα και η μαγνητική τομογραφία βοηθούν για τον ακριβή εντοπισμό του σημείου της ρήξης και στην ανάδειξη των ατελών ρήξεων.

Συνήθως, η θεραπεία των οξέων ρήξεων του Αχιλλείου είναι χειρουργική με τελικοτελική συρραφή του τένοντα. Η χειρουργική θεραπεία μπορεί να είναι με ανοικτή συρραφή του τένοντα ή διαδερμική χωρίς εξωτερικό τραύμα.
 Η ανοικτή συρραφή παρόλο που ήταν ο συνηθέστερος τρόπος αντιμετώπισης μέχρι σήμερα, παρουσιάζει μεγαλύτερα ποσοστά επιπλοκών από το χειρουργικό τραύμα όπως νέκρωση ή μόλυνση, οι οποίες, λόγω της κακής αιμάτωσης της περιοχής δεν είναι καθόλου σπάνιες. Πραγματοποιείται υπό γενική ή ραχιαία αναισθησία και απαιτεί νοσηλεία 1-2 ημερών.  Για το λόγο αυτό, προτιμάται σήμερα κυρίως σε επαγγελματίες αθλητές και αυτό γιατί επιτρέπει πιο επιθετικό πρωτόκολλο αποκατάστασης.


Η κλειστή – διαδερμική συρραφή, όταν εκτελείται από εξειδικευμένο χειρουργό, γνώστη της μεθόδου, έχει σαφή πλεονεκτήματα και ελάχιστες επιπλοκές. Πραγματοποιείται μέσω μικρών οπών του δέρματος, υπό τοπική αναισθησία με την εφαρμογή ειδικών ισχυρών ραμμάτων. Δεν απαιτεί νοσηλεία και σε επιλεγμένες περιπτώσεις μπορεί να πραγματοποιηθεί σε συνθήκες ιατρείου. Ο μετεγχειρητικός πόνος είναι μηδενικός.
 Το πόδι μετεγχειρητικά ακινητοποιείται σε ιπποποδία με νάρθηκα, ενώ μετά την έλευση ενός μηνός, ο ασθενής μπορεί σταδιακά να βαδίσει φορτίζοντας το άκρο, με ειδικό κηδεμόνα-μπότα.  Η βάδιση χωρίς βακτηρίες επιτρέπεται στις 6-8 εβδομάδες από την επέμβαση, ενώ η επιστροφή στις αθλητικές δραστηριότητες στους 6-8 μήνες. Το λειτουργικό αποτέλεσμα είναι συγκρίσιμο  με την ανοικτή αντιμετώπιση, με απούσες όμως τις επιπλοκές από το χειρουργικό τραύμα, ενώ το αισθητικό αποτέλεσμα είναι άψογο, καθώς οι τομές στο δέρμα είναι ουσιαστικά αόρατες μετά από μερικούς μήνες.


Περιγράφεται και  συντηρητική αντιμετώπιση  των οξέων ρήξεων του Αχιλλείου με την  εφαρμογή ειδικών κηδεμόνων με τον άκρο πόδα σε ιπποποδία για δύο μήνες. Εφαρμόζεται κυρίως σε ηλικιωμένους ασθενείς, χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις καθώς τα λειτουργικά αποτελέσματα είναι μέτρια, ενώ τα ποσοστά επαναρήξεων 20-30% (σε σύγκριση με 3-4% της χειρουργικής θεραπείας ).